τέν(ν)o

τέν(ν)o
ο, Ν
άκλ. τίτλος που λάμβανε ο αυτοκράτορας τής Ιαπωνίας μετά τον θάνατό του, μαζί με το όνομα τής βασιλικής επώνυμης περιόδου κατά την οποία είχε βασιλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαπ. tennō).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Τεν Μπρινκ, Γιόχαν — (Ten Brink, 1834 – 1901). Ολλανδός συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής της λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν. Τα κυριότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται: Εικονογραφημένη ιστορία της ολλανδικής λογοτεχνίας, Ιστορικό δοκίμιο για τη Γαλλική… …   Dictionary of Greek

  • Τεν, Ιπολίτ Αντόλφ — (Taine, Βουζιέ, Αρδένες 1828 – Παρίσι 1893). Γάλλος φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, επέστρεψε για λίγο στην επαρχία ως καθηγητής γυμνασίου και από το 1864 δίδαξε αισθητική και ιστορία της τέχνης στη Σχολή Καλών …   Dictionary of Greek

  • Λα Τεν — (La Tene). Τοποθεσία στη λίμνη της Νεσατέλ της Ελβετίας, όπου ανακαλύφθηκαν ίχνη ενός προϊστορικού οικισμού, ή μάλλον ενός τόπου λατρείας, με άφθονα μετάλλινα αντικείμενα, κυρίως όπλα. Παρόμοια αντικείμενα, ανάλογου σχήματος, βρέθηκαν στη Γαλλία …   Dictionary of Greek

  • ογκρα(ν)τέν — το άκλ. τρόπος μαγειρέματος και είδος φαγητού που έχει ως βάση άσπρη σάλτσα και αβγά και γίνεται συνήθως στο φούρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. au gratin «υπόλειμμα φαγητού» και «τσιγάρισμα, φρύγμα»] …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • ευθυτενής — ές (ΑΜ εὐθυτενής, ές) ο ευθύς, ο ίσιος (α. «ευθυτενές παράστημα» β. «εὐθυτενὴς πλοῡς» γ. «εὐθυτενῆ τὴν τρίχα» δ. «εὐθυτενὴς τομή») αρχ. μσν. δίκαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + τενής (< θ. τεν πρβλ. τείνω < *τέν jω), πρβλ. εκ τενής, σχοινο… …   Dictionary of Greek

  • κόμικς — (comics). Σειρές ασπρόμαυρων ή έγχρωμων σκίτσων, που διηγούνται ιστορίες ποικίλου περιεχομένου και είτε δημοσιεύονται σε εφημερίδες και σε περιοδικά –σε συνέχειες ή ως αυτοτελείς ιστορίες– είτε αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις. Τα σκίτσα είναι… …   Dictionary of Greek

  • προτένισμα — ίσματος, τὸ, Α 1. το προεκτεινόμενο στέγασμα 2. μτφ. η σκέπη τού ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θ. τεν τής απαθούς βαθμίδας τού τείνω (πρβλ. τέν ων, ευθυτεν ής) + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”